Thursday, October 18, 2007

Καλαμαρια

Καλαμαριά. Νύχτα.
Από τον έκτο όροφο θάλασσα κι ουρανός
δρόμος ανοιχτός ως τον Όλυμπο
ένα αδιαπέραστο μαύρο.
Τα φώτα της πόλης βουβά αστέρια στο Θερμαϊκό.
Νεκρές, μικρές ώρες.
Η φωτογραφία σου στο άγνωστο δωμάτιο
Φως.
Βγαίνω μες στη νύχτα.
Η ζωή σου πριν από μένα, μυστήριο νοτισμένο άχλη.
Ψιλαφώ την παρουσία σου στους υγρούς τοίχους
οσφραίνομαι τα σημάδια σου στις κίτρινες
λάμπες του δρόμου.
Άχρονη, αόρατη, αβαρής
γλιστρώ στη ζωή σου εγκυμονώντας τον έρωτά μου για σένα.

(Γέννησα στο Ε. Βενιζέλος, στις αφίξεις, το επόμενο μεσημέρι)

Θερμαικος


Κυριακές του χειμώνα στην πόλη- αλλάζεις
το δέρμα σα φίδι- πετάς
τις παλιές σου σκιές- αράζεις
στον πρόδηλο, ανέλπιστο ήλιο και φεύγεις
μακριά απ’ του χρόνου τα ερείπιαº
φωνάζεις
στα φύλλα ν’ αλλάξουν, να ελπίσουν- πετάς
μες στις λεύκες στις άσπρες πλατείες- γελάς
στου χειμώνα τις βουβές απεργίες- χαζεύεις
στους δρόμους της άνοιξης.

Κυριακές του χειμώνα στην πόλη- ανάβεις
καντήλι χρωμάτινο βλέμμα σκυφτό- πλαταγίζεις
τη γεύση μιας πόλης χωμένης ως τον κρόταφο
στο βρώμικο, κρύο, σπερμάτινο νερό
της γαλήνης.


Θερμαϊκός, βραδάκι°
αέρας πνιχτός σηκώνει ένα σούρουπο απ' την ανατολή
πελαγίσιο
του πλανήτη παιδί μη φοβάσαι εδώ
είναι η πόλη της λήθης του τρόμου
της ανάγκης, ακόρεστης, για γλυκιά μοναξιά.
Είναι πολύτιμο άρωμα λιγνής ελευθερίας.
Τα στήθια σου άνοιξε, ρούφα βαθιά.

Τους δρόμους της παίρνεις - αφήνεις
να χάξουν σωροί ρομαλέων, ανάδελφων χρόνων
κοιτάζεις, μια, πίσω τις μνήμες που γδύνεις
μυρίζεις μπροστά την αιώνια σκουριά.
Στους δρόμους παιδιά κατεβαίνουν μιλούνια
κρατάνε στα χέρια λουλούδια αετούς
τραμπάλες και μπάλες χωρούς και τραγούδια
καλώς ήρθες ξένε, ανοίγει η πόλη
σε κόρφο υγρό να σε κλείσει,
τις μνήμες του κόσμου να σβήσει.
Σε βρήκε σα βγήκε παγανιά για τρελλούς.

Κυριακή του χειμώνα στην πόλη - κουρνιάζεις
σε παίρνει ο ύπνος, παστός και βαρύς.
Η πόλη απ’έξω γελά κι επιμένει
πως κάπου εδώ γύρω ξεβράζονται όλα
στον κρύο αγέρα, σ’αυγή μοιροβόλα
η μοίρα κοκάλωσε.
Κι εσύ πια το ξέρεις-
ο χρόνος σα φίδι κουλούρι γυρίζει
σε σπάσει σε τσακίζει σε ξαναγεννά
Λύσ’ τα δεσμά του παράλυτου ονείρου
για κοίτα τριγύρου-
επιτέλους, στεριά.