Taught, like thick and soaked ropes, trying
to bring Aegean shores together,
and like those shorelines which appear
and disappear at the edge of horizons,
back and forth my untamable heart is lost and found
in salt-thick currents that open and heal all wounds.
And my body, the sun, light –
rises over one shore, setting on the other,
a sliver of moon peel embracing a star through dawn.
And the still-heard prayers robed in blue
remind of summers, the dried red earth,
when I could see the unknown shore
but only from a distance.
My foregone land, I’m since suspended
between the hope and fear that you might lure me
once again, unexpectedly, sweetly.
I kept your songs to fill my nights but all that I was left with
were muezzins’ chants for lullabies, and a void
bottomless as the sea, a sadness. And then
the bitterness of iodine that heals all wounds.
(Trans: Adrianne Kalfopoulou and the author)
-----
Σαν τα χοντρά και τα βρεγμένα
σχοινιά, που το Αιγαίο, τεντωμένα, πάνε να ενώσουν,
και τη στεριά που μια σιμώνει και μια αφήνεται
στου ορίζοντα το βάθος –
έτσι η καρδιά μου, πέρα-δώθε, βάρκα αδούλωτη,
χάνεται κι επιστρέφει, με το κύμα και τ’αλάτι
που ανοίγουν κι επουλώνουν τις πληγές.
Και το κορμί μου ήλιος, φως,
σηκώνεται στη μια στεριά και δύει
στην άλλη, σα λευκή απ’το φεγγάρι φλούδα,
μ’ένα αστέρι αγκαλιά μέχρι να ξημερώσει.
Κι οι προσευχές που ακόμα λέν, ντυμένες στα γαλάζια,
σαν κοκκινόχωμα ξερό, θυμίζουν καλοκαίρια
που μόνο απ’ αντίκρυ έβλεπα τις άγνωστες ακτές.
Απαρνημένη γη, έκτοτε αιωρούμαι
ελεύθερη, με την ελπίδα και το φόβο
μήπως γλυκάνεις ξαφνικά. Και τα τραγούδια σου
τα φύλαξα, νυχτέρια να γεμίσουν,
μα μού ‘μειναν νανούρισμα μονάχα αμανέδες
κι ένα κενό, σαν πέλαγος απύθμενο, μια λύπη·
κι ύστερα η πίκρα απ’το ιώδιο που θρέφει τις πληγές.