Για δες, μάνα, πώς κυλούνε τα χρόνια
κουβάρια κλωστές
σ’ ανήλιαγα περιθώρια.
Πώς τρίζει ο κόσμος γύρω σου
σε κάθε βήμα
μες τη σιωπή που βασιλεύει πριν το τέλος.
Χαλασμένα παραθυρόφυλλα οι μνήμες
κρέμονται απ΄τους μεντεσέδες του μυαλού.
Κι η ζωή αλήτης άπατρις
κι αστείο βρώμικο, πνιγηρό κι ιδρωμένο
απρεπές για το ξεραμένο χώμα της γης.
Για δες τις ώρες που γίνονται λάμες
και πέφτουν μία μία
σχίζοντας τον αέρα με τον αιχμηρό τους ήχο.
Πώς η Γη συρρικνώνεται σ’ένα δωμάτιο
κι οι τοίχοι γίνονται ήπειροι
και οι κουρτίνες θάλασσες
κι ο κόσμος σιγεί απ’ έξω
σα χάρτινο σκηνικό.
Να μπορούσα, μάνα, να προσθέσω
λίγα χρόνια ακόμα
στο λογαριασμό σου.
Απ’το πουγκί να έβγαζα
παρτίδες φυλαγμένες.
Σου φύλαξα τ’απογεύματα και τα πρωινά
που έχασες σαν κοιμόσουν.
Monday, May 05, 2008
Ο λογιστής
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment