Wednesday, April 27, 2011

ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΕΫΛΑ ΟΖΤΟΥΡΚ (The Books' Journal, τεύχος 7, Μάιος 2011)






Το σώμα σου, εύπλαστο, στιλπνό, βραδυγλιστρά κάτω απ’ το άγγιγμά μου·
το τεντωμένο μπλε του Αιγαίου ζαρώνει και μαζεύεται, και
η προγιαγιά μου καβαλικεύει τα φτερά, ανάποδα, της βάρκας 
και βγαίνει στην ξηρά, αρχίζει την πορεία της όπισθεν, απ’ τη Σμύρνη,
βήμα το βήμα, σύρσιμο ανάστροφο και προς τα πίσω,
μ’ ήχους που μοιάζουν με των δίσκων τις αντίθετες στροφές.
Όταν σ’ αγγίζω, 
ο μουεζίνης βάφει την πόλη χρυσαφιά, κι οι θείοι μου 
αναπατούν κι εισέρχονται στην πράσινη αυλή τους, λες 
και το σπίτι τούς ρουφά και τους τραβάει πίσω 
σα να’ τανε δεμένοι στους τοίχους με ζωνάρια. Οι χειροπέδες 
τους ανοίγουν και μαζεύονται, κλαγγούν όλες μαζί,
σαν ένα ατσάλινο τσαμπί στη ζώνη δεκανέα.
Σα με φιλάς, 
η ανάσα του προπάππου μου εισβάλει στα πνευμόνια, 
το σώμα του τραντάζεται ξανά προς τη ζωή. Φίδι-σχοινί ξεσφίγγεται 
λασκάρει προς το χώμα, έρπει κατόπιν και τυλίγεται στα χέρια στρατιώτη.
Κι ο πάππος σκουντουφλά εμπρός, τα χέρια τον αφήνουν, 
και πέφτει αυτός διστακτικά στην κόρη του επάνω, 
και γραπωμένος βρίσκεται απ’ τα πουκάμισά της. Τα δάκρυά του 
ανέρχονται και χώνονται στα μάτια. Το αίμα εξατμίζεται ζεστό απ’ την ποδιά της.
Τ’ άλογα και τ’  άρματα γλιστρούν απ’ τ’ Ακχισάρ
μες το λιοπύρι, μ’ όπισθεν, ρουφώντας τους καπνούς τους.
Ξαπλώνεις πάνω μου, αφήνοντας το βάρος.
Τζιτζίκια τραγανίζουνε θαμπά το καλοκαίρι.
Και πίσω απ’ τις κουρτίνες, η πεδιάδα λούζεται τη ζέστη,
ο δρόσος εξατμίζεται, γεννάει οφθαλμαπάτες. Αιώνα πριν, 
στο μέτωπο σηκώνεται ένα χέρι και, τον ορίζοντα θωρώντας, 
προς Άγκυρα μεριά, αναρωτιέται αμίλητα : τι να’ ναι 
η σκόνη που σηκώνεται, σαλεύει κι αλυχτά;

No comments: