Τετάρτη πρωινή Σαββάτου-
Η νυχτερινή πολιτεία στραγγίζει τον ιδρώτα της πάνω απ'τα ηχεία
οι ψυχές της -ορυμαγδός- ξεχύνονται στους δρόμους:
μια υπόκοφα ρυθμική ησυχία.
Με μπολιάζεις, πόλη, με τα δείγματα συνειρμών που προσφέρεις-
παιχνίδια πρόσκαιρα.
Στήνω το ραδιόφωνο σκοπό, να φυλά τις φευγαλέες ονειρώξεις μου.
Σε μια κραυγή σε ζω, δίχως χρόνο,δίχως τόπο.
Τσαντήρι ο χρόνος- δε βρίσκεις;
Χτύπα με αν τολμάς
της θνησιμότητας κουβάρι, χούφτα μου γιομάτη δίψα,
μπουνιά ατελέσφορη δραματουργείας
στο καραβάνι του χρόνου.
Αυτάρκη ύπαρξη που ξεγελάς κάθε νύχτα με ζωή το θάνατο
πιες πριν σε τελειώσει της μέρας ο μαγνήτης
το παρελθόν άδραξε κι άγιασέ το στο παρόν-
όλα να γίνουν ένα.
Φύση μου θνητή, δε σε φοβάμαι.
Ζω τα ψίχουλα, τις στιγμές που μου χάραξες για ύπαρξη.
Βουίζει το αίμα μου στο αίμα των ανθρώπων που γεύτηκα.
Ενώνομαι μαζί τους για να σε χλευάσω.
Εδώ είμαι, δες, τι κι αν μου κάνεις, έζησα.
Κι όσο θυμάμαι, τόσο θα σε νικώ
με μια παντιέρα υφασμένη απ'τ'άρωμα τους.
Θνητή μα θριαμβεύουσα, τραγουδώ στις ασώματες στέγες της στιγμής.
Sunday, February 12, 2006
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment